ἀφελγύνουσα

ἀφελγύνουσα
ἀφελγύνουσα· κακοῦσα, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φελγύνει — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀσυνετεῑ, ληρεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με τα: αρχ. ινδ. phalgu «ασθενής, ασήμαντος, ανάξιος» και λιθουαν. spilgti «φθείρομαι, μαραίνομαι (για φυτά λόγω έλλειψης φωτός)» δεν θεωρείται πιθανή. Αμφίβολη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”